εκνοτίζω

εκνοτίζω
ἐκνοτίζω (Α)
στάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χνότο — και παλ. τ. χνώτο, το, Ν 1. η απόπνοια τού στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν τής ταφής το χώμα», Γρυπ.) 2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”